Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

καὶ ἐπιμελητής

См. также в других словарях:

  • επιμελητής — ο (θηλ. επιμελήτρια) (AM ἐπιμελητής) [επιμελούμαι] ο αρμόδιος για την επιμέλεια, την επιστασία (α. «επιμελητής αρχαιοτήτων» β. «τῶν τῆς πόλεώς εἰμ’ ἐπιμελητὴς πραγμάτων», Αριστοφ. γ. «ἀπολιπὼν ἐπιμελητήν τῆς Τριφυλίας Λάδικον», Πολ.) νεοελλ. 1.… …   Dictionary of Greek

  • δικαστικός επιμελητής — Το πρόσωπο που είναι αρμόδιο για την επίδοση όλων των δικαστικών εγγράφων (παλαιότερα ονομαζόταν δικαστικός κλητήρας). Ο δ.ε. είναι υποχρεωμένος να συντάσσει σχετική έκθεση σε δύο πρωτότυπα· το ένα επιδίδεται στο πρόσωπο που έδωσε την παραγγελία… …   Dictionary of Greek

  • προστάτης — Αδενομυϊκό όργανο που ανήκει στο γεννητικό σύστημα του άνδρα· έχει σχήμα και διαστάσεις κάστανου, βρίσκετα κάτω από την ουροδόχο κύστη και περιβάλλει το αρχικό τμήμα της ουρήθρας. Οι αδένες του π. εκκρίνουν ένα γαλακτώδες υγρό, που έχει την… …   Dictionary of Greek

  • Δετζώρτζης, Νάσος — (Κέρκυρα 1911 –). Επιμελητής εκδόσεων και λογοτέχνης. Φοίτησε στη φιλοσοφική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, αλλά δεν ολοκλήρωσε τις σπουδές του. Σταδιοδρόμησε, αρχικά, ως γραμματέας του περιοδικού Νέα Εστία και στη συνέχεια, ως υπάλληλος της… …   Dictionary of Greek

  • ιερόθεος — I Όνομα ιεραρχών της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Μητροπολίτης Μονεμβασίας (16ος αι.). Ήταν μαθητής του Θεοφάνη Ελεαβούλκου και δάσκαλος του πατριάρχη Ιερεμία του Τρανού, τον οποίο υπερασπίστηκε με σθένος στα χρόνια του διωγμού του. Όταν το 1579 …   Dictionary of Greek

  • ιματιοφύλαξ — ἱματιοφύλαξ, ακος ὁ (ΑΜ) μσν. φύλακας και επιμελητής τών στολών τού αυτοκράτορα αρχ. (κυρίως στον ναό) φύλακας και επιμελητής ιματίων …   Dictionary of Greek

  • ταμίας — Ονομάζεται τ. εκείνος ο οποίος διευθύνει ένα ταμείο, ο αρμόδιος για την είσπραξη και πληρωμή χρημάτων καθώς και εκείνος, ο οποίος διαχειρίζεται την περιουσία συλλόγων, σωματείων, συνεταιρισμών κλπ. Κατά την αρχαιότητα ονομάζονταν ταμίαι… …   Dictionary of Greek

  • Αλλάτιος, Λέων — (Χίος 1587 – Ρώμη 1669).Θεολόγος και φιλόλογος, από τους πιο σπουδαίους Έλληνες λόγιους της τουρκοκρατίας. Γεννήθηκε στη Χίο από ορθόδοξους γονείς, αλλά υπό την επιρροή του καθολικού θείου του, που ήταν και ο πρώτος του δάσκαλος, άρχισε να… …   Dictionary of Greek

  • Ντελόπουλος, Κυριάκος — (Κέρκυρα 1933 –). Βιβλιοθηκονόμος, βιβλιογράφος, συγγραφέας και μεταφραστής. Σπούδασε αγγλική φιλολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και βιβλιοθηκονομία στις ΗΠΑ. Σταδιοδρόμησε ως βιβλιοθηκάριος, αρχικά, και διευθυντής βιβλιοθηκών του Κολλεγίου Αθηνών …   Dictionary of Greek

  • Παπαδημητρίου, Ιωάννης — (1904 – 1963). Έλληνας αρχαιολόγος από τη Σκύρο. Σπούδασε στα πανεπιστήμια της Αθήνας (1922 26) και του Βερολίνου (1933 34 και 1936 38). Διετέλεσε βοηθός του Φιλολογικού Σπουδαστηρίου και επιμελητής της Βιβλιοθήκης της Φιλοσοφικής Σχολής (1926… …   Dictionary of Greek

  • Γιαννόπουλος, Θεόδωρος — (Γλανιτζιά Μυγδαλιά Αρκαδίας 1912 – 1990). Εκπαιδευτικός, συγγραφέας και λογοτέχνης. Σπούδασε παιδαγωγικά στο Διδασκαλείο Τρίπολης (Παιδαγωγική Ακαδημία) και στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Σταδιοδρόμησε ως δάσκαλος και επιθεωρητής δημοτικής εκπαίδευσης …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»